Post by Admin on Feb 16, 2018 12:04:45 GMT
Μέχρι και τις αρχές της δεκαετίας του 1980, η Ελλάδα «ζούσε το μύθο της» με χαλαρούς και ανέμελους ρυθμούς, μακριά από την πολυπλοκότητα του σημερινού καιρού.
Στην πολιτική σκηνή τα «ηνία» της χώρας είχε μόλις αναλάβει με ενθουσιασμό το ΠΑΣΟΚ, τον ελληνικό κινηματογράφο είχε αντικαταστήσει η παραγωγή βιντεοταινιών, στις χορευτικές πίστες τα νεανικά κορμιά λικνίζονταν κάθε Σαββατόβραδο υπό τους ήχους της ντίσκο μουσικής, οι ταβέρνες αλλά και τα «σκυλάδικα» των εθνικών οδών είχαν την τιμητική τους, ενώ στα ποδοσφαιρικά γήπεδα σημειώνονταν εισιτηριακά ρεκόρ προσέλευσης θεατών.
Μέσες-άκρες αυτή ήταν η κατάσταση που επικρατούσε τότε και είναι φανερό πως οι τρόποι διασκέδασης των Ελλήνων εκείνα τα χρόνια δεν είχαν ακόμη αποκτήσει τη σημερινή ατομικότητα (αυτό που οι Αγγλοσάξονες αποκαλούν εμφαντικά “Privacy”), καθώς οι πόρτες των σπιτιών άνοιγαν εύκολα για να υποδεχτούν συγγενείς, φίλους και γνωστούς, χωρίς ιδιαίτερες δεσμεύσεις ή τυπικές διαδικασίες.
Τραπεζώματα, εορταστικές συνάξεις, γλέντια και «βεγγέρες» ήταν σχεδόν στην ημερήσια διάταξη, μια εποχή όπου οι πάντες έδειχναν να «ευημερούν» βασισμένοι τόσο στις παροχές τις οποίες είχε πρόσφατα εγκαινιάσει η νέα σοσιαλιστική κυβέρνηση, όσο και στη γενικότερη (ευνοϊκή) οικονομική συγκυρία.
Από τη φύση του γλεντζές και ανοιχτόκαρδος ο νεοέλληνας δεν έχανε ευκαιρία «να το ρίξει έξω», τη στιγμή που άλλοι δυτικοευρωπαίοι (αν αποφάσιζαν ποτέ να το κάνουν) θα μετρούσαν τις μπανάνες που αγόραζαν ανά άτομο, ή άκουσον-άκουσον, θα υπολόγιζαν πόσα γραμμάρια κρέατος αναλογούσαν στον καθένα τους. Ήταν επίσης μια εποχή, όπου η ελληνική οικογένεια διατηρούσε ζωντανούς τους συνεκτικούς της δεσμούς, κάτι που είχε να κάνει αφενός με το πώς αντιλαμβάνονταν τα μέλη της τις μεταξύ τους σχέσεις, αλλά και με τον τρόπο που ομαδικά εκφράζονταν και εκτονώνονταν.
Η ημέρα της Κυριακής, ειδικά κατά τους ανοιξιάτικους και καλοκαιρινούς μήνες, έμοιαζε αφιερωμένη σχεδόν αποκλειστικά σε αυτή την κατεύθυνση, αφού την ιεροτελεστία της πρωινής Λειτουργίας ακολουθούσε εξόρμηση σε αγρούς ή παραλίες. Ήταν μια συνήθεια που πήγαζε από τις παλαιότερες διονυσιακές παραδόσεις, μιας κοινωνίας που διατηρούσε ακόμη το προνόμιο (ή την ιδιαιτερότητα) να παραμένει εθνολογικά αμιγής, σε αντίθεση με ότι συνέβαινε στον υπόλοιπο κόσμο. Παράλληλα, αποτελούσε ένα σημείο αναφοράς, που στόχο του έδειχνε να έχει την ενίσχυση των δεσμών που προαναφέραμε, στην προσπάθεια του οικογενειακού «μωσαϊκού» να παραμείνει αρραγές και αλώβητο από άλλα «εισαγόμενα» ήθη, που απειλούσαν τη συνοχή του.
Προσπαθώντας να ανακαλέσουμε εκείνες τις αμυδρές εικόνες, μας έρχεται στο μυαλό το σκηνικό της ομαδικής εκδρομής. Με τις παρέες, που όταν δεν ασφυκτιούσαν στον περιορισμένο χώρο ενός μικρού Ι.Χ., θα απλώνονταν «στρωματσάδα» σε καρότσες φορτηγών, όπου η ώρα κυλούσε ευχάριστα με ανέκδοτα και τραγούδια, έως ότου «ξεμπαρκάρουν» σε κάποια από τις (πολλές τότε) ολοκάθαρες παραλίες της Αττικής, ή σε ένα φιλικό οικόπεδο, που θα φιλοξενούσε το αυτοσχέδιο «πικ-νικ» τους.
Τότε, οι γονείς θα έστηναν όπως-όπως ένα πρόχειρο νοικοκυριό με τέντες και πτυσσόμενα καρεκλάκια, οι γιαγιάδες θα μπορούσαν ακόμη και να ασχοληθούν με το κέντημά τους, ενώ τα παιδιά θα ξεχύνονταν ανέμελα για να ξεφαντώσουν με το παιχνίδι ή να απολαύσουν το μπάνιο τους μέχρι να έρθει η ώρα του φαγητού.
Πάνω στο κατάχαμα ριγμένο τραπεζομάντιλο, θα έκαναν την εμφάνισή τους κάθε λογής μεζεδάκια και φρούτα, προορισμένα να καταναλωθούν από τους εκδράμοντες, αλλά και οποιονδήποτε περαστικό δεχόταν να «κοπιάσει».
Και, όταν το φως της ημέρας σιγά-σιγά λιγόστευε πλησιάζοντας στη δύση, η παρέα θα ετοιμαζόταν για την επιστροφή, με τη βεβαιότητα πως η επόμενη έξοδος δε θα αργούσε, άλλωστε το άλλο Σαββατοκύριακο έμοιαζε τόσο κοντινό…
Όσο και αν σήμερα για κάποιους μπορεί να δείχνει «μπανάλ» ή ξεπερασμένο, αυτό που μόλις περιγράψαμε αποτελεί τμήμα της κοινωνικής μας ηθογραφίας και ως τέτοιο θα πρέπει να διατηρηθεί ζωντανό στη μνήμη εκείνων από εμάς που πρόλαβαν να το βιώσουν.